Μια αληθινή μαρτυρία
(Από ρωσικό κείμενο και από το βιβλίο «Το Τέλος του Κόσμου» του Σέρβου μοναχού Αρχιμανδρίτου Στεφάνου, Καρούλια – Άγιον Όρος)
«Όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, τότε η ψυχή του υπερίπταται επάνω από το ακίνητο και νεκρό σώμα του και διερωτάται:
“Μα πώς γίνεται τώρα να είμαστε δύο, ενώ πριν ήμουν μόνο εγώ;”
Κάθε ψυχή έχει το ίδιο σχήμα που είχε όταν ζούσε ο άνθρωπος και αναγνωρίζεται από άλλες γνώριμες ψυχές…»
ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ήμουν άθεη.
Βλασφημούσα τον Θεό φοβερά και αδιάκοπα. Ζούσα μέσα στην αμαρτία, στην πορνεία και στη ντροπή, σαν να ήμουν νεκρή επάνω στη γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν με άφησε να χαθώ οριστικά, αλλά με οδήγησε στη μετάνοια.
Το 1962 αρρώστησα από καρκίνο και υπέφερα επί τρία χρόνια. Εργαζόμουν ακόμη και πήγαινα σε γιατρούς, ελπίζοντας να γίνω καλά. Τους τελευταίους έξι μήνες είχα αδυνατίσει τρομερά και δεν μπορούσα να πιω ούτε νερό· μόλις το έπινα, το έκανα εμετό.
Με μετέφεραν στο νοσοκομείο και κάλεσαν έναν καθηγητή από τη Μόσχα να με χειρουργήσει.
Μόλις άνοιξαν την κοιλιά μου, συνέβη κάτι φοβερό — πέθανα αμέσως.
Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στάθηκα ανάμεσα σε δύο γιατρούς. Έβλεπα με τρόμο το ανοιγμένο σώμα μου. Όλο το στομάχι και τα έντερα είχαν καταστραφεί από τον καρκίνο.
Σκεφτόμουν συνεχώς:
«Πώς γίνεται να είμαστε δύο; Εγώ στέκομαι όρθια και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη!»
Δεν πίστευα ότι υπάρχει ψυχή. Ο κομμουνισμός μάς δίδασκε ότι ο Θεός και η ψυχή είναι επινοήσεις των ιερέων για να φοβίζουν τον λαό.
Οι γιατροί έβγαζαν τα σπλάχνα μου και έλεγαν:
«Δεν είχε τίποτα υγιές για να ζήσει.»
Με μετέφεραν στο νεκροτομείο, γυμνή επάνω στο μάρμαρο, σκεπασμένη μέχρι τον λαιμό.
Ήρθε ο αδελφός μου με τον μικρό μου γιο, έξι ετών.
Με φίλησε στο μέτωπο και έκλαιγε:
«Μαμά, γιατί πέθανες; Πώς θα ζήσω χωρίς εσένα;»
Τον αγκάλιαζα και τον φιλούσα, αλλά δεν με έβλεπε. Μόνο το νεκρό μου σώμα έβλεπε.
Μετά βρέθηκα στο σπίτι μου. Οι συγγενείς μοίραζαν τα υπάρχοντά μου — πλούτη αποκτημένα με αμαρτία και αδικία.
Γύρω τους έβλεπα δαίμονες να χορεύουν και να χαίρονται.
Ξαφνικά ανυψώθηκα στον αέρα. Έπεσα σε βαθύ σκοτάδι… και κατόπιν εμφανίστηκε ένα φως εκτυφλωτικό.
Η ΜΕΣΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Βρέθηκα σε τόπο απερίγραπτης ομορφιάς.
Τότε εμφανίστηκε μια πανύψηλη, λαμπερή Γυναίκα με βασιλικά ενδύματα. Δίπλα της στεκόταν ένας νέος που έκλαιγε πικρά — ήταν ο φύλακας άγγελός μου.
Η Παναγία ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε:
«Κύριε, πού να πάει αυτή, όπως είναι;»
Ακούστηκε φωνή:
«Να επιστρέψει στη γη, χάρη στις αγαθές πράξεις του πατέρα της.»
Και άλλη φωνή είπε:
«Δείξτε της τον τόπο που άξιζε.»
ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Βρέθηκα στον Άδη.
Φλογερά φίδια με τύλιγαν, σκουλήκια έμπαιναν στα μάτια, στα αυτιά και στο στόμα μου. Η δυσωδία ήταν ανυπόφορη. Δεν υπήρχε έλεος.
Άκουσα φοβερή φωνή:
«Δεν με αναγνώρισες στη γη, γι’ αυτό ούτε Εγώ σε αναγνωρίζω τώρα.»
Οι ψυχές έλεγαν:
«Ζήσαμε χωρίς Χριστό, χωρίς μετάνοια. Τώρα θα μείνουμε εδώ αιώνια.»
ΞΑΝΑ Η ΠΑΝΑΓΙΑ
Ξαφνικά το φως νίκησε το σκοτάδι.
Η Παναγία εμφανίστηκε ξανά και οι δαίμονες έφυγαν.
Οι ψυχές φώναζαν:
«Βασίλισσα των Ουρανών, μη μας εγκαταλείπεις!»
Και Εκείνη είπε με πόνο:
«Βοηθώ μόνο όσους έχουν προσευχές από την Εκκλησία και ικεσίες από τους ζωντανούς.»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΖΩΗ
Η Παναγία προσευχήθηκε ξανά:
«Κύριε, πού να την τοποθετήσω;»
Η φωνή απάντησε:
«Να επιστρέψει στη γη.»
Επέστρεψα στο σώμα μου.
Στο νεκροτομείο κατάλαβαν ότι ζω. Με ζέσταναν, άνοιξα τα μάτια, και ύστερα από ημέρες μίλησα.
Όταν με ξαναχειρούργησαν, τα σπλάχνα μου ήταν υγιή, καθαρά, σαν παιδιού.
Είπα:
«Ο Κύριος με κράτησε στη ζωή για να μαρτυρήσω την αλήθεια.»
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Επέστρεψα για να προειδοποιήσω και να καλέσω σε μετάνοια.
Ο Θεός υπάρχει.
Η ψυχή υπάρχει.
Ο Παράδεισος και η Κόλαση υπάρχουν.



